- σῦς, συός
- ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Ps 79(80),14wild swine, boar; see ὗς
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
συηβόλος — ον, Α αυτός που χτυπά ή φονεύει χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ταυρο βόλος. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
συοβοιωτοί — οἱ, Α 1. προσωνυμία τών Βοιωτών λόγω τής τραχύτητας αλλά και τού θράσους που τούς χαρακτήριζε 2. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ Βοιωτοὶ σύες». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + Βοιωτοί] … Dictionary of Greek
συοβοσκός — ὁ, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. μηλο βοσκός, χοιρο βοσκός] … Dictionary of Greek
συοβόσκης — ὁ, Α χοιροβοσκός, συβώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βόσκω] … Dictionary of Greek
συογάστωρ — Α (κατά τον Ησύχ.) «συοφορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + γάστωρ (< γαστήρ)] … Dictionary of Greek
συοδήλητος — ον, Α αυτός που φονεύθηκε από κάπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο δήλητος] … Dictionary of Greek
συοθήρας — ὁ, Α 1. κυνηγός αγριόχοιρων 2. ως κύριο όν. Συοθήρας τίτλος ποιήματος τού Στησιχόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + θήρᾱς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθοθήρας] … Dictionary of Greek
συοθρέμμων — ὁ, ἡ, Α (για ζωοτροφή) αυτός που τρέφει, που παχαίνει τους χοίρους («μηδ αὐτὸς ἔδοι συοθρέμμονα φορβήν», Γρηγ.Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμ α), πρβλ. ολβο θρέμμων, πελειο θρέμμων] … Dictionary of Greek
συοκτασία — ἡ, Α συοκτονία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + κτασία (< κτατος < *κτατος, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα κτα τού ρ. κτείνω* «φονεύω»), πρβλ. ανδρο κτασία] … Dictionary of Greek
συοκτόνος — ον, ΜΑ αυτός που φονεύει αγριόχοιρους ή χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μηλο κτόνος, χοιρο κτόνος] … Dictionary of Greek
συοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που χτυπήθηκε από αγριόχοιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + πλήξ (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. βου πλήξ, οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek